- ἐξαποβαίνω
- ἐξ - απο - βαίνω: only aor. 2, disembarked from; νηός, Od. 12.306†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εξαποβαίνω — ἐξαποβαίνω (Α) [αποβαίνω] αποβιβάζομαι («ἐξαπέβησαν ἑταῑροι νηός», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ἐξαπέβησαν — ἐξαποβαίνω step out of aor ind act 3rd pl ἐξαποβαίνω step out of aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαποβάντας — ἐξαποβαίνω step out of aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαποβάντες — ἐξαποβαίνω step out of aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)